φθισίφρων

φθισίφρων
-ονος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που φθείρει τον νου, που καταστρέφει τη σκέψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* (< φθίνω + -φρων [< φρήν, φρενός]), πρβλ. κλεψί-φρων. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθει-σίφρων, σχηματισμένου από την απαθή βαθμίδα τού ρ. φθίνω (βλ. λ. φθίνω), όπως τα σύνθ. με δεξι-, κλεψι-,τερψι- κ.λπ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”